- διεθνής
- Με τον όρο Δ. αποκαλούνται στην πολιτική ορολογία οι διάφορες διεθνείς σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν διαδοχικά στην ιστορία του 19ου και του 20ού αι. Η πρώτη επιτυχής απόπειρα σύστασης διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης έγινε το 1864 όταν, με την υποστήριξη ισχυρών συνδικαλιστικών δυνάμεων της Αγγλίας και υπό τη θεωρητική καθοδήγηση του Μαρξ και του Ένγκελς, ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών (Α’ Δ.), που διατηρήθηκε έως το 1876. Μία σημαντική της διάσταση είναι γεγονός ότι αποτέλεσε το πλαίσιο της ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ των Μαρξ και Ένγκελς από τη μία πλευρά και του αναρχισμού του Μπακούνιν από την άλλη. Η σύγκρουση κατέληξε στη διάσπαση της Α’ Δ. το 1872, μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε ο Μαρξ με την εξύμνηση της Κομούνας του Παρισιού. Οι οπαδοί του Μπακούνκιν συνέστησαν μία αναρχική Δ. που επέζησε έως το τέλος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-39), ενώ ο Μαρξ μετέφερε τη δική του μερίδα της Α’ Δ. από το Λονδίνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διαλύθηκε το 1876.
Η Β’ Δ., που ονομάστηκε και Σοσιαλιστική Δ., είχε ως αφετηρία ένα διεθνές συνέδριο που έγινε στο Παρίσι το 1889. Υπήρξε λιγότερο άκαμπτη στην οργανωτική της διάρθρωση από την Α’ Δ., αφήνοντας μεγάλη ελευθερία στα διάφορα εθνικά σοσιαλιστικά κόμματα. Σε αυτήν, η ιδεολογική αντίθεση εκδηλώθηκε μεταξύ των ορθόδοξων μαρξιστών, όπως o Μπέμπελ και o Γκεντ, και των αποκαλούμενων ρεβιζιονιστών, όπως o Μπέρνσταϊν και o Ζορές. Αργότερα δημιουργήθηκε στους κόλπους της μία νέα άκρα αριστερά, με κύριους εκπροσώπους τον Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στα χρόνια πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η Β’ Δ. τάχθηκε κατά του εξοπλισμού και των κινδύνων του πολέμου και υιοθέτησε τη γραμμή της εκμετάλλευσης κάθε πιθανού πολέμου για τους σκοπούς της επανάστασης. Το φιλόδοξο αυτό πρόγραμμα ναυάγησε στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οπότε επικράτησαν οι εθνικές συμμαχίες και οι περισσότεροι σοσιαλιστές υποστήριξαν τις πολεμικές επιχειρήσεις των κυβερνήσεων των κρατών τους. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο έγινε προσπάθεια ανασυγκρότησης της διεθνούς ένωσης των σοσιαλιστών, αλλά η διάσταση μεταξύ της κίνησης των ειρηνιστών και της κίνησης των εθνικιστών ήταν τέτοια, ώστε η πρώτη ίδρυσε μία δική της, ξεχωριστή Δ. στη Βιέννη το 1920. Η Δ. αυτή ενώθηκε γύρω στο 1923 με την ανασυγκροτηθείσα Β’ Δ.
Στο μεταξύ, με την ώθηση της Ρωσικής επανάστασης, ιδρύθηκε το 1919 στη Μόσχα η Γ’ Δ. ή Κομιντέρν (Κομουνιστική Διεθνής). Η Δ. αυτή, που αρχικά υιοθέτησε σκληρή επαναστατική και άκαμπτη γραμμή, απέκτησε σταδιακά, στις αρχές της δεκαετίας 1920-30, ελαστικότερη πολιτική. Κατόπιν, μετά τον θάνατο του Λένιν, αποτέλεσε ένα από τα πεδία μάχης του αγώνα για τη διαδοχή στην ηγεσία του κομουνιστικού κόμματος, έως το 1927, έτος της οριστικής επικράτησης του Στάλιν. Από τότε η Κομιντέρν ακολούθησε πιστά παράλληλη γραμμή προς την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. H Γ’ Δ. υιοθέτησε αριστερή πολιτική, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο του πρώτου σοβιετικού πενταετούς σχεδίου. Για να ανταποκριθεί στη νέα φάση της σοβιετικής πολιτικής, η Κομιντέρν ακολούθησε τη γραμμή συνεργασίας των κομουνιστών με τους σοσιαλιστές και τους δημοκρατικούς της αριστεράς, μέσω της τακτικής του Λαϊκού Μετώπου. Το Λαϊκό Μέτωπο πέτυχε ιδιαίτερα στη Γαλλία (εκλογές 1936)· οι κομουνιστές όμως αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση και το Λαϊκό Μέτωπο κλονίστηκε στη συνέχεια από τους αντίκτυπους του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Λίγο αργότερα, εξαιτίας του γερμανορωσικού συμφώνου, οι κομουνιστές της Δύσης εξαναγκάστηκαν σε πλήρη αναθεώρηση των θέσεών τους, γεγονός που εξασθένισε την αντίσταση στον ναζισμό. Η ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση επανέφερε στον αντιφασισμό τους κομουνιστές, οι οποίοι έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα αντίστασης κατά των δικτατοριών της Γερμανίας και της Ιταλίας. Τέλος, η Κομιντέρνδιαλύθηκε επίσημα το 1943 με πρωτοβουλία του Στάλιν.
Η Δ’ Δ. ιδρύθηκε το 1938 από τον Τρότσκι και όσους εναντιώθηκαν μαζί του στον Στάλιν. Μετά τη δολοφονία του Τρότσκι (1940), η Δ’ Δ. πέρασε στον έλεγχο των Βέλγων τροτσκιστών, ανάμεσα στους οποίους ηγετική φυσιογνωμία υπήρξε ο Μισέλ Πάμπλο (ψευδώνυμο του Έλληνα Μιχαήλ Ράπτη). Οι εσωτερικές διαφωνίες οδήγησαν σε διάσπαση και κατάργησή της γύρω στο 1953.
Το 1947, στο συνέδριο της Βίλτσα Γκόρα στην Πολωνία, ιδρύθηκε ένα κομουνιστικό γραφείο πληροφοριών (Κομινφόρμ) με διεθνή χαρακτήρα, του οποίου η επιρροή ήταν πολύ μικρότερη από αυτή της Κομιντέρν. Η κυριότερη πρωτοβουλία του αφορούσε την καταδίκη του γιουγκοσλαβικού τιτοϊσμού. Μετά τον θάνατο του Στάλιν διαλύθηκε και η Κομινφόρμ (1956).
Η Β’ Δ., με την οποία ενώθηκαν και οι ειρηνιστές της Δ. της Βιέννης και η οποία κατέληξε να συγκεντρώσει τα μη επαναστατικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έζησε χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και ανασυστάθηκε το 1951.
* * *-ές1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλα τα έθνη («διεθνές ζήτημα»)2. αυτός που αποτελείται από αντιπροσώπους όλων τών εθνών («διεθνής οργάνωση»)3. αυτός που υπάρχει ή ισχύει ανάμεσα στα κράτη («διεθνείς σχέσεις», «διεθνές δίκαιο»)4. το αρσ. ως ουσ. ο διεθνήςαυτός που συμμετέχει σε διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις5. το θηλ. ως ουσ. η διεθνήςονομασία διεθνών οργανώσεων που αποβλέπουν στη διάδοση τού κομμουνισμού ή τού σοσιαλισμού6. φρ. α) «διεθνής έκθεση» — έκθεση στην οποία παίρνουν μέρος όλα τα έθνηβ) «διεθνές βιβλιοπωλείο» βιβλιοπωλείο όπου πωλούνται βιβλία σε όλες τις γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. international. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.